Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φιλανθρωπία

См. также в других словарях:

  • φιλανθρωπία — φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc/acc dual φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπίᾳ — φιλανθρωπίαι , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαι — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαν — φιλανθρωπίᾱν , φιλανθρωπία humanity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπιῶν — φιλανθρωπία humanity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαις — φιλανθρωπία humanity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίη — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philanthropie — „Der Philanthrop“. Plastik in Pinneberg (1992) Unter Philanthropie (griechisch φιλανθρωπία philanthrōpía, von φίλος phílos „Freund“ und άνθρωπος ánthrōpos „Mensch“) versteht man ein allgemein menschenfreundliches Denken und Verhalten. Der Begriff …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»