-
1 φιλανθρωπία
[филантропьа] ουσ. Θ. филантропиа, благотворительность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλανθρωπία
-
2 благотворитель
ο ευεργέτης, ο φιλάνθρωπος-ность η αγαθοεργία, η ευεργεσία-ный ευεργετικός, φιλανθρωπικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > благотворитель
-
3 филантроп
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > филантроп
-
4 человеколюбие
η φιλανθρωπία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > человеколюбие
-
5 благотворительность
благотворительностьж ἡ ἀγαθοεργία, ἡ ἀγαθοποιΐα, ἡ εὐεργεσία, ἡ φιλανθρωπία. -
6 филантропия
филантроп||ияж ἡ φιλανθρωπία. -
7 человеколибие
человеко||ли́биес ἡ φιλανθρωπία. -
8 человечность
человеч||ностьж ἡ ἀνθρωπιά, ἡ φιλανθρωπία. -
9 филантропия
[φιλαντραπίγια] ουσ. θ. φιλανθρωπία -
10 человеколюбие
[τσιλαβιεκαλγιούμπιιε] ουσ. ο. φιλανθρωπία -
11 филантропия
[φιλαντραπίγια] ουσ θ φιλανθρωπία -
12 человеколюбие
[τσιλαβιεκαλγιούμπιιε] ουσ ο φιλανθρωπία -
13 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή. -
14 филантропизм
-а α. (γραπ. λόγος)• φιλανθρωπισμός, φιλανθρωπία. -
15 филантропия
-и θ.φιλανθρωπία. -
16 человеколюбие
-я ουδ.φιλανθρωπία. -
17 человечество
-а ουδ.1. η ανθρωπότητα•всё человечество όλη η ανθρωπότητα•
прогрессивное человечество η προοδευτική ανθρωπότητα.
2. παλ. φιλανθρωπία• ανθρωπισμός. -
18 человечность
-и θ.ανθρωπισμός, φιλανθρωπία.
См. также в других словарях:
φιλανθρωπία — φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc/acc dual φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… … Dictionary of Greek
φιλανθρωπίᾳ — φιλανθρωπίαι , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπίαι — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπίαν — φιλανθρωπίᾱν , φιλανθρωπία humanity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπιῶν — φιλανθρωπία humanity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπίαις — φιλανθρωπία humanity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπίη — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philanthropie — „Der Philanthrop“. Plastik in Pinneberg (1992) Unter Philanthropie (griechisch φιλανθρωπία philanthrōpía, von φίλος phílos „Freund“ und άνθρωπος ánthrōpos „Mensch“) versteht man ein allgemein menschenfreundliches Denken und Verhalten. Der Begriff … Deutsch Wikipedia